- βιβλιοκαπηλ(ε)ία
- η нажива на дешёвых изданиях (учебных, а также порнографических, бульварных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιοκαπηλ(ε)ία — η 1. αισχροκέρδεια από την πώληση βιβλίων 2. παράνομη ανατύπωση και διάθεση βιβλίων στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιβλιοκαπηλία (< βιβλιοκάπηλος) μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Βερναρδάκη, ο δε τ. βιβλιοκαπηλεία (< βιβλίο(ν) + καπηλεία)… … Dictionary of Greek
βιβλιολατρ(ε)ία — η 1. η υπερβολική αγάπη για τα βιβλία 2. η λατρεία ιερών βιβλίων σε ορισμένες θρησκείες. [ΕΤΥΜΟΛ. βιβλιολατρεία < βιβλίο + λατρεία βιβλιολατρία < βιβλιολάτρης (πρβλ. και λ. βιβλιοκαπηλ(ε)ία)] … Dictionary of Greek